- χρυσίππειος
- -ον, Α [Χρύσιππος]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον φιλόσοφο Χρύσιππο2. (για πρόσ.) οπαδός τού Χρυσίππου3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ Χρυσίππειατα συγγράμματα τού Χρυσίππου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χρυσίππειος — of masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσίππειον — χρυσίππειος of masc/fem acc sg χρυσίππειος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσιππείου — χρυσίππειος of masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσίππεια — χρυσίππειος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσίππειοι — χρυσίππειος of masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)